- αιτώ
- (-έω) (Α αἰτῶ)1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι*νεοελλ.διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορικήαρχ.Ι. ενεργ.1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι3. επιθυμώ, ποθώ4. (στη Λογική) θεωρώ ως δεδομένο, θέτω ως αίτημαΙΙ. μέσ.1. ζητώ κάτι για τον εαυτό μου, για χάρη μου2. διεκδικώ3. ό,τι και το ενεργ. (αἰτῶ)ΙΙΙ. παθ.1. (για πρόσωπα) μέ παρακαλεί κάποιος, μού ζητείται κάτι2. (για πράγματα) δίνομαι δανεικός, ως δάνειοΙV. φρ. «αἰτῶ ὁδόν», ζητώ άδεια για να φύγω.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αἰτῶ, όπως και το αἶσα*, παράγεται από το αμάρτ. *αἶτος, το «κομμάτι, μέρος (που παίρνω)», παράγωγο τού αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω». Συνεπώς το αἰτῶ σήμαινε αρχικά «ζητώ να πάρω το κομμάτι, το μερίδιό μου», απ’ όπου πέρασε μετά στη γενική σημ. τού «ζητώ, απαιτώ».ΠΑΡ. αίτημα, αίτηση(ις), αιτητικόςαρχ.αἰτητός (απαραίτητος).ΣΥΝΘ. απαιτώ, εξαιτώ, επαιτώ, παραιτούμαιαρχ.μεταιτῶ, προσαιτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.